- νευράς
- νευρά̱ς , νευράstringfem acc plνευράςfem nom sgνευρά̱ς , νευρήfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νευράς — η (Α νευράς, άδος) νεοελλ. ανατ. παλαιά ονομασία τού νευρώνα αρχ. 1. το θαμνώδες φυτό ποτήριο 2. το φυτό δορύκνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. άς (πρβλ. ιππ άς, συκ άς)] … Dictionary of Greek
νευρᾶς — νευρά string fem gen sg (attic doric aeolic) νευρή fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευράδα — νευράς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευράδος — νευράς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SMINTHEUS — Apollinis epitheton, cuius duplicem originem refert Homeri interpres: Primam hanc; fuisse in Chryse oppido Mysiae Crinem sacerdotem Apollinis, cui Deus iratus immisit in agros illius mures, qui fructus illius vastabant. A quo exoratus Deus cum… … Hofmann J. Lexicon universale
μέσφα — μέσφα, και άλλ. επικ. τ. μέσφι, αρκαδ. τ. μέστε, και δωρ. τ. μέστα, θεσσ. τ. μές (Α) επίρρ. 1. μέχρι, έως («μέσφ ἠοῡς», Ομ. Ιλ.) 2. (πριν από το ὅτε, με αόρ. οριστ.) μέχρις ότου, ωσότου 3. (χωρίς το ὅτε, ως σύνδ., με οριστ. ή υποτ.) έως («μέσφ… … Dictionary of Greek
νευρά — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * η (Α νευρά, ιων. τ. νευρή, ποιητ. τ. νευρειή) χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από νεύρο ή από έντερο («οἱ μὲν αὐτῶν σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», Λουκιαν.) αρχ. λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
παραπλήσσω — αττ. τ. παραπλήττω, Α 1. χτυπώ πλαγίως ή χτυπώ εσφαλμένα («παραπλήττειν τὰς νευράς», Φιλόστρ.) 2. παθ. παραπλήσσομαι, αττ. τ. παραπλήττομαι α) παραφρονώ, τρελαίνομαι β) εκπλήσσομαι … Dictionary of Greek
προσβαίνω — Α [βαίνω] 1. επιβαίνω, πατώ σε κάτι («εἷλκον δὲ τὰς νευράς, ὁπότε το ξεύοιεν, πρὸς τὸ κάτω τοῡ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες», Ξεν.) 2. προσεγγίζω, πλησιάζω σε κάποιο μέρος («Ἀργεῑοι προσέβαινον εἰς τὴν Λάκαιναν», Ξεν.) 3. ανέρχομαι,… … Dictionary of Greek